- οστέϊνος
- η, ρ[ν]1) состоящий из костей; 2) костяной; сделанный из кости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀστέινος — ὀστέϊνος , ὀστέινος made of bone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστέινος — η, ο (Α ὀστέϊνος, ΐνη, ον) [οστέον / οστούν] κατασκευασμένος από οστά, κοκάλινος, κοκαλένιος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οστεΐνη οργανική ένωση η οποία αποτελεί τη θεμέλια ουσία τού οστίτη ιστού … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… … Dictionary of Greek
ὀστείνας — ὀστεΐνᾱς , ὀστέινος made of bone fem acc pl ὀστεΐνᾱς , ὀστέινος made of bone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστείνων — ὀστεΐνων , ὀστέινος made of bone fem gen pl ὀστεΐνων , ὀστέινος made of bone masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστέινον — ὀστέϊνον , ὀστέινος made of bone masc acc sg ὀστέϊνον , ὀστέινος made of bone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
καρωτιδικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρωτίδα 2. φρ. α) «καρωτιδικός σωλήνας» ευρύς οστέινος πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο εισέρχεται η έσω καρωτίδα στο κρανίο β) «καρωτιδικό νεύρο» κλάδος τού άνω αυχενικού συμπαθητικού γαγγλίου … Dictionary of Greek
κοκαλένιος — και κοκκαλένιος, α, ο και κοκ(κ)άλινος, η, ο (Μ κοκκαλένιος, ια, ιο) [κόκαλο] ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος … Dictionary of Greek